- ωοαποθέτης
- Όργανο των θηλυκών εντόμων (κυρίως ορθόπτερα και υμενόπτερα), με το οποίο διοχετεύουν τα αβγά τους στο έδαφος ή στους ιστούς ζωικών και φυτικών οργανισμών, όπου το έμβρυο μπορεί να βρει το καταλληλότερο περιβάλλον για την ανάπτυξή του. Λέγεται και τέρετρο.
Ο ω. αποτελείται από αποφύσεις που βγαίνουν από τα δύο τελευταία τμήματα της κοιλιάς. Μπορεί να είναι κοντός, συνήθως όμως είναι πολύ μακρύς και λεπτός. Σε μερικά έντομα, πριν από την εναπόθεση των αβγών, ο ω. διοχετεύει στο θύμα του ένα παραλυτικό δηλητήριο. Σε πολλά υμενόπτερα της υπόταξης των κεντροφόρων (μελισσίδες, βεσπίδες), ο ω. μεταμορφώθηκε αποκλειστικά σε κεντρί που διοχετεύει δηλητήριο.
* * *και ωοαποθετήρας, ο, Νζωολ. το τέρετρο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ωό(ν) + -θέτης / -θετήρας (< τίθημι). Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. ovipositeur].
Dictionary of Greek. 2013.